- δύσφορ'
- δύσφορα , δύσφοροςhard to bear: neut nom /voc /acc plδύσφορε , δύσφοροςhard to bear: masc /fem voc sg
Morphologia Graeca. 2013.
Morphologia Graeca. 2013.
δύσφορ' — δύσφορα , δύσφορος hard to bear neut nom/voc/acc pl δύσφορε , δύσφορος hard to bear masc/fem voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εξέρχομαι — (AM ἐξέρχομαι) [έρχομαι] βγαίνω έξω («τείχεος ἐξελθεῑν», Ομ. Ιλ.) μσν. νεοελλ. αποχωρώ από υπηρεσία ή αξίωμα («εξέρχεται τής υπηρεσίας») αρχ. μσν. 1. ξεκινώ, πηγαίνω να ασχοληθώ με κάτι 2. (για αίμα ή δάκρυα) πηγάζω, βγαίνω 3. (για νερό) πηγάζω,… … Dictionary of Greek